πιεζόμετρο

πιεζόμετρο
το, Ν
φυσ.
1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής συμπιεστότητας τών υγρών
2. διάταξη, που προορίζεται για τον καθορισμό τής πιεζομετρικής ή υδροστατικής στάθμης, αλλ. πιεσίμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometre < πιέζω + μέτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιεζομετρία — Η μελέτη της συμπεριφοράς των στερεών και των υγρών όταν υποβάλλονται σε πίεση. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά, η συστολή, που προκαλείται με τη συμπίεση, είναι τόσο μικρή ώστε σε πολλές πρακτικές εφαρμογές… …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • πιεσίμετρο — το, Ν το πιεζόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίεση + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πιεσίμετρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”