- πιεζόμετρο
- το, Νφυσ.1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής συμπιεστότητας τών υγρών2. διάταξη, που προορίζεται για τον καθορισμό τής πιεζομετρικής ή υδροστατικής στάθμης, αλλ. πιεσίμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometre < πιέζω + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.